- λαγόνα
- λαγώνthe hollow on each side below the ribsfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαγόνα — και λαγών, η (Α λαγών, όνος, ἡ και ὁ) συν. στον πληθ. οι λαγόνες τα πλάγια μέρη τής λεκάνης τού ανθρώπου και ορισμένων ζώων, αλλ. ψαχνά, μαλακά, λαπάρα, λαγόνια («ἔχων δὲ τοι... καὶ χέρας λαγόνας τε και θώρακ ἄριστον», Αριστοφ.) αρχ. 1. μήτρα 2.… … Dictionary of Greek
λαγόνι — το [λαγών] η λαγόνα … Dictionary of Greek
λαγών — η (AM λαγών, όνος), ἡ, Α και λαγών, ὁ) βλ. λαγόνα … Dictionary of Greek